Πριν καμπόσες δεκαετίες ο Έργης, Μεσώτης βοσκόςκατεβαίνει στη Χώρα οδοιπορικώς για επείγουσα δουλειά, κουβαλώντας μέσα στο ντουρά του για πεσκέσι, ένα λαγό που του έπιασε ο σκύλος από βραδύς και ένα φλασκί με γλυκό κρασί .
Μοναχικός τύπος χωρίς ιδιαίτερες γνωριμίες και διασυνδέσεις, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του, υποχρεώνεται στο κουμπάρο του Αντώνη να το βοηθήσει.
Μετά χαράς ο τελευταίος, αφού παρέλαβε και το νιτερέσο, όχι μόνο του προσφέρει με τη καρδιά του ότι χρειάστηκε, αλλά τον πήρε στο σπίτι, τον περιποιήθηκε και επειδή η ώρα ήταν περασμένη και δεν θα μπορούσε να πάει στη Μέση επειδή ήδη νύχτωνε, του πρότεινε να κοιμηθεί σπίτι του.
Κουμπάρε Αντώνη λέει ο ΄Εργης δεν αισθάνομαι καλά, νιόπαντρος τώρα ελόγου σου, α’ θέλει και η κουμπάρα το κάτι τις, ένα κρεβάτι έχετε να φύω και θα τα βολέψω.
Κατηγορηματικός ο κουμπάρος κλειδώνει τη πόρτα και πηγαίνουν όλοι μαζί για ύπνο στο μοναδικό κρεβάτι του σπιτιού.
Το πρωί σηκώνονται, η σπιτονυκοκυρά φτιάχνει καφέ με κολατσιό, αλλά ο Έργης είναι ιδιαίτερα σκυθρωπός.
Τον ρωτούν κατ’ επανάληψη και οι δύο τι έχει αλλά δεν απαντά.
Όταν μένουν μόνοι οι δυο άντρες, λέει ο Έργης:
«Κουμπάρε Αντώνη δε ξέρω πως θα το πάρεις αλλά πρέπει να στο πω. Όλη τη νύχτα η κουμπάρα μου βάσταγε το μακάπι».
Γι’ αυτό κουμπάρε είσαι κακόκεφος ? Ναι του αποκρίνεται ο Έργαρος.
Μη στεναχωριέσαι καθόλου Κουμπάρε, μα εγώ στον εβάστου να μην έχομε απρόοπτα.